πωλούμαι — έομαι, και ιων. τ. πωλεῡμαι, Α 1. πηγαίνω πάνω κάτω ή πέρα δώθε 2. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω κάπου («περὶ πόλιν πωλεύμενος», Αρχίλ.) 3. (με γεν.) πορεύομαι 4. (για πόρνη) περνώ τη ζωή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πωλοῦμαι ανάγεται στην εκτεταμένη… … Dictionary of Greek
πωλοῦμαι — πωλέομαι go up and down pres ind mp 1st sg (attic epic doric) πωλέω sell pres ind mp 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπωλούμαι — ἐπιπωλοῡμαι, έομαι (Α) [πωλούμαι] 1. περιέρχομαι, διέρχομαι παρατηρώντας, επιθεωρώ («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῑται στίχας ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επισκέπτομαι κάποιον 3. παρατηρώ, κατοπτεύω κάποιον … Dictionary of Greek
πωλεύμαι — Α ιων. τ. βλ. πωλοῡμαι … Dictionary of Greek
πωλώ — πωλώ, πώλησα βλ. πίν. 73 Σημειώσεις: πωλώ, πωλούμαι : απαντάται σε επίσημο ύφος λόγου και σε στερεότυπες εκφράσεις, κυρίως στην παθητική φωνή (πωλείται, πωλούνται, σε αγγελίες πώλησης κτλ.). Περισσότερο διαδεδομένο είναι το ρ. πουλάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής